- ἐργασίμων
- ἐργάσιμοςto be workedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νομοθετώ — νομοθέτησα, νομοθετήθηκα, νομοθετημένος 1. θέτω, θεσπίζω, συντάσσω κανόνες δικαίου: Τι νόμους πια να κάνουν οι συγκλητικοί; Οι βάρβαροι, σαν έρθουν, θα νομοθετήσουν (Καβάφης). 2. το μέσ., νομοθετούμαι καθορίζομαι, επιβάλλομαι με νόμο:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)